- υπερώτατος
- -άτη, -ον, Αυπέρτατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί τού ὑπέρτατος σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπέρ, μέσω ενός επιθ. *ὕπερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερώτατα — ὑπερώτατος uppermost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρτατος — η, ο / ὑπέρτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α (κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ. δ. «πάντων ὅσ ἐστὶ… … Dictionary of Greek
υπερώα — (Ανατ.). Ο θόλος του στόματος. Βλ. λ. στόμα. * * * η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α ανατ. η οροφή τού στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος νεοελλ. φρ. α) «σκληρά υπερώα» ανατ. το πρόσθιο τμήμα τής… … Dictionary of Greek